πικρίζω

πικρίζω
Ν ΜΑ [πικρός]
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πικρίζω — πικρίζω, πίκρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικρίζω — πίκρισα, πικρισμένος, αμτβ., είμαι πικρός, έχω γεύση πικρή: Το γλυκό πικρίζει λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικριζόντων — πικρίζω to be pres part act masc/neut gen pl πικρίζω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίζει — πικρίζω to be pres ind mp 2nd sg πικρίζω to be pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίζον — πικρίζω to be pres part act masc voc sg πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίζοντα — πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl πικρίζω to be pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίζων — πικρίζω to be pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] …   Dictionary of Greek

  • πίκρισμα — το, Ν [πικρίζω] το να πικρίζει κάτι, να έχει πικράδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”